χιονεος

χιονεος
    χιόνεος
    χῐόνεος
    3
    [χιών] (ῑ in arsi)
    1) снежный
    

(νιφάδες Anth.)

    2) покрытый снегом
    

(κρύσταλλος Anth.)

    3) белоснежный
    

(σάρξ Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χιονεος" в других словарях:

  • χιόνεος — snowy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] …   Dictionary of Greek

  • χιονέων — χιόνεος snowy fem gen pl χιόνεος snowy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέαις — χιόνεος snowy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέη — χιόνεος snowy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέην — χιόνεος snowy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέης — χιόνεος snowy fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέοιο — χιόνεος snowy masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέοις — χιόνεος snowy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέοισι — χιόνεος snowy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέοισιν — χιόνεος snowy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»